νάβλας

νάβλας
νάβλᾱς , νάβλα
a musical instrument of ten
fem acc pl
νάβλᾱς , νάβλα
a musical instrument of ten
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νάβλας — ο (Α νάβλας) 1. η νάβλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νάβλας κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῡ δυσηχοῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. nēbel «άρπα»). Η αρχική σημ. τής σημιτικής ρίζας ήταν «βάζο, αγγείο», όπως μαρτυρεί και η… …   Dictionary of Greek

  • νάβλα — η (Α νάβλα και ναῡλα, ἡ, και νάβλας, ὁ) είδος ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με δέκα ή δώδεκα χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῡτο ὄργανον τοῡ καλουμένου νάβλα, ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων εἶναι καὶ τοῡτον… …   Dictionary of Greek

  • ναβλίζω — (Α) [νάβλας)] ψάλλω …   Dictionary of Greek

  • ναβλιστοκτυπεύς — ναβλιστοκτυπεύς, ὁ (Α) ναβλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναβλιστής + κτύπος + κατάλ. εύς αντί τού αναμενόμενου *ναβλοκτύπος (< νάβλας + κτύπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”